-
1 ρυμουλκό
[римулко] ουσ. о. буксир.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ρυμουλκό
-
2 буксир
-
3 буксир
1. (судно) το ρυμουλκό 2. (трос) το ρυ-μούλκιο, το παλαμάρι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > буксир
-
4 буксир-толкач
το ρυμουλκό ώθησης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > буксир-толкач
-
5 катер
η άκατος, το πλοιάριοбуксирный - ρυμούλκησης, το ρυμουλκόдежурный - του συναγερμού/της υπηρεσίας- на подводных крыльях - με υποβρύχια πτερύγια, το «δελφίνι»- εκδρομώνрейдовый - της ρά-δας, разг. η λάντζαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > катер
-
6 ледокол-буксир
το παγοθραυστικό ρυμουλκό.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ледокол-буксир
-
7 самолёт-буксировщик
το αερορυμουλ-κότο ρυμουλκό αεροπλάνο/αεροσκάφοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > самолёт-буксировщик
-
8 судно
I.(для транспортных, промысловых и военных целей) το πλοί/ο, το σκάφος, το καράβι* *арест на - κατάσχεση του - ου, буксируемое - ρυμουλκούμενο -грузовместимость - а χωρητικότητα του - ου, μεταφορική ικανότητα του - ουобслуживание судами типа «ро-ро» εξυπηρέτηση με τα - α τύπου «ро-ро»отклонение - а от курса απόκλιση του - ου από την πορεία, η παρέκκλισηпростой - а η καθυστέρηση, η υπεραναμονήспускать - на воду καθελκύω/κα-θελκώ το -ставить - в док πάω το - για δεξαμενισμό, δεξαμενίζω το -αγκυροβολώ το -грузопассажирское - επιβατηγοφορτηγό -, μεικτό --китобойное - φαλαινοθηρικό -, η φαλαινίδαлоцманское - η πλοηγίδα, πλοηγικό -лоцмейстерское - см. лоцманское -навалочное - μεταφοράς φορτίου χύδην/σε χύμαналивное - το δεξαμενόπλοιο, το τάνκερ (ξεν.)насыпное - μεταφοράς φορτίου χύδην/σε χύμαнефтеналивное - πετρελαιοφόρο -, το δεξαμενόπλοιο- μεταφοράς επιβατών και τροχοφόρων οχημάτων, το φεριμπότ (ξεν.)сухогрузное - ξηρού φορτίου, φορτηγό -транспортное - μεταγωγικό -, μεταφορικό -II.мед. το καθήκι, η πάπια.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > судно
-
9 толкач
1. ж.-д. η ωθητική ατμάμαξα (του σιδηροδρόμου) 2. мор. το ρυμουλκό (ώθησης).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > толкач
-
10 буксир
буксирм1. τό ρυμουλκό[ν] (πλοΐο[ν]);2. (канат) τό παλαμάρι, τό ρεμούλκιο:брать на \буксир прям., перен ρυμουλκώ. -
11 судно
су́дн||о Iс τό σκάφος, τό πλοϊο[ν], τό καράβι:парусное \судно τό ἰστιοφόρο· военное \судно τό πολεμικό σκάφος· сторожевое \судно τό περιπολικό· транспортное \судно τό μεταφορικό· буксирное \судно τό ρυμουλκό· грузовое \судно τό φορτηγό πλοίο· китобойное \судно τό φαλαινοθηρικό· нефтеналивное \судно τό πετρελαιοφόρο.судно IIс (для больного) τό οὐροδοχείο, ἡ πάπια. -
12 буксир
[μπουκσίρ] ουσ. α. ρυμουλκό -
13 бурлак
[μπουρλάκ] ουσ. α. ρυμουλκό -
14 буксир
[μπουκσίρ] ουσ α ρυμουλκό -
15 бурлак
[μπουρλάκ] ουσ α ρυμουλκό -
16 буксир
-а α.ρυμούλκιο (συρματόσχοινο ή καραβόσχοινο). || ρυμουλκό σκάφος.брать ή взять на буксир ρυμουλκώ. -
17 буксирный
επ.ρυμουλκός, του ρυμουλκού•-параход ρυμουλκό ατμόπλοιο.
-
18 прибуксировать
ρ.σ.μ. ρυμουλκώ, φέρω στο ρυμουλκό ή με τη βοήθεια του ρυμουλκού. -
19 тяга
-и θ.1. τράβηγμα, έλξη•тяга барж буксиром τράβηγμα των μαούνων με ρυμουλκό•
тяга невода το τράβηγμα των αλιευτικών διχτιών•
конная тяга η έλξη των αλόγων.
2. τάση•тяга ростка к свету η τάση του βλαστού προς το φως.
3. τέντωμα.4. βγάλσιμο, εξαγωγή. || πάρσιμο, τράβηγμα (κλήρου, παιγνιόχαρτου κ.τ.τ.).5. απορρόφηση, άντληση• ρούφηγμα.6. επιθυμία.7. βάρος, βαρύτητα. || μτφ. βάσανο, θλίψη, στενοχώρια, βάρος.
См. также в других словарях:
ρυμουλκό — και ρεμουλκό, το, Ν βλ. ρυμουλκός … Dictionary of Greek
ναυσιπλοΐα — Η πρακτική και η τεχνική του πλου. Διακρίνεται σε θαλάσσια ν. και σε ν. κλειστών υδάτων: η πρώτη περιλαμβάνει την ποντοπλοΐα, που εκτείνεται σε όλες τις θάλασσες και τους ωκεανούς, και την ακτοπλοΐα, που περιορίζεται στις κλειστές θάλασσες και… … Dictionary of Greek
ρυμουλκός — ή, ό αυτός που ρυμουλκεί· το ουδ. ως ουσ., ρυμουλκό, το πλοίο που τραβά άλλα πλοία ή όχημα που σέρνει άλλα οχήματα: Το πλοίο το φερε στο λιμάνι ρυμουλκό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακτηρίδα — η (Α ἀκτηρίς, ίδος) (νέοελλ.) η πίσω άκρη (ουρά) τού σταθμίου* τού κιλλίβαντα*, που αποτελεί μαζί με τους δύο τροχούς το τρίτο στήριγμα τού πυροβόλου, καθώς και το σημείο σύνδεσης με το ρυμουλκό αρχ. 1. ραβδί, μπαστούνι, μαγκούρα 2. ξύλινο… … Dictionary of Greek
ξεκοτσάρισμα — το [ξεκοτσάρω] ναυτ. 1. η αποσύνδεση τού συστήματος που συγκρατεί την καδένα τής άγκυρας ώστε αυτή να μην παρασύρεται προς τη θάλασσα 2. τεχνολ. αποσύνδεση ρυμουλκούμενου οχήματος από το ρυμουλκό όχημα … Dictionary of Greek
πλοίο — Με τον όρο αυτό υποδηλώνεται γενικά κάθε αυτοκινούμενο πλωτό μέσο, που έχει διαστάσεις μεγαλύτερες από της λέμβου και προορίζεται για εμπορικούς (κυρίως μεταφορά εμπορευμάτων και επιβατών), πολεμικούς (επιφανειακές και υποβρύχιες πολεμικές… … Dictionary of Greek
ρεμουλκό — το, Ν βλ. ρυμουλκό … Dictionary of Greek
ρυμουλκιαδόρος — και ρεμουλκιαδόρος, ο, Ν πλοίο ρυμουλκό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρυμουλκία + δόρος (πρβλ. τζογα δόρος)] … Dictionary of Greek
ρυμουλκός — ή, ό, και τ. ουδ. ρεμουλκό, Ν 1. αυτός που ρυμουλκεί, που έλκει κάτι το οποίο είναι δεμένο πίσω του 2. το θηλ. ως ουσ. η ρυμουλκός σιδηροδρομική άμαξα έλξης, λοκομοτίβα 3. το ουδ. ως ουσ. το ρυμουλκό και ρεμουλκό α) ναυτ. μικρό μηχανοκίνητο πλοίο … Dictionary of Greek
ρυμούλκιο — και ρεμούλκιο, το, Ν σχοινί κατάλληλο για ρυμούλκηση πλοίων. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρυμουλκό / ρεμουλκό. Η λ., στον λόγιο τ. ρυμούλκιον, μαρτυρείται από το 1887 στον Ηλ. Κανελλόπουλο] … Dictionary of Greek
σλέπι — και σλεπ και σελέπ, το, Ν φορτηγό ποταμόπλοιο ρουμανικής προέλευσης, χωρίς τρόπιδα και με αβαθή και πλατιά ύφαλα, που κινείται είτε με δικό του κινητήρα είτε ρυμουλκούμενο και χρησιμοποιείται κυρίως στον Δούναβη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ρουμ. slep <… … Dictionary of Greek